- αεξίγυιος
- ἀεξίγυιος, -ον (Α)αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι-* + γυῑον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεξιγυίων — ἀεξίγυιος strengthening the limbs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek